κρομμυδοφάγος

κρομμυδοφάγος
ο любитель лука

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κρομμυδοφάγος" в других словарях:

  • κρομμυδοφάγος — και κρεμμυδοφάγος, ο το ορθόπτερο έντομο Grylotalpa vulgaris που καταστρέφει τις ρίζες τών κηπευτικών …   Dictionary of Greek

  • κρεμμυδοφάγος — ο 1. αυτός που τρώγει πολλά κρεμμύδια 2. το έντομο κρομμυδοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεμμύδι + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. τού ἐσθίω), πρβλ. ανθρωπο φάγος, χορτο φάγος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»